φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek
ευθειοποιώ — έω κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
ευτειάνω — εὐτειάνω (Μ) κατασκευάζω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ευθειάζω (< ευθύς), απ όπου και το φτειά(χ)νω] … Dictionary of Greek
μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιασίδι — και φκιασίδι, το, Ν ψιμύθιο, καλλυντικό για το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. εὐθειάζω «διορθώνω» και έχει σχηματιστεί ως υποκορ. ενός αμάρτυρου ουσ. *εὐθείασις (για τον σχηματισμό και για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. φτειάχνω). Κατ άλλη… … Dictionary of Greek
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek